- άνειμι
- ἄνειμι (Α) [είμι]1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω2. (για τον ήλιο) ανατέλλω3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης6. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, γυρίζω στην πατρίδα7. κατευθύνομαι προς τα μεσόγεια (από παραλιακό τόπο)8. προσάγω, φέρνω9. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.